διατοιχίζω

διατοιχίζω
διατοίχισα, διατοιχίστηκα, διατοιχισμένος, χωρίζω κάποιο χώρο χτίζοντας τοίχο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διατοιχίζω — [τοιχίζω] 1. χωρίζω έναν χώρο από έναν άλλο με τοίχο 2. μέσ. διατοιχίζομαι διατοιχώ …   Dictionary of Greek

  • διατοίχισμα — το [διατοιχίζω] ενδιάμεσος τοίχος, χώρισμα με τοίχο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”